τελεστά

τελεστά
τελεστά̱ , τελεστής
an official
masc nom/voc/acc dual
τελεστής
an official
masc voc sg
τελεστής
an official
masc nom sg (epic)
τελεστός
fulfilled
neut nom/voc/acc pl
τελεστά̱ , τελεστός
fulfilled
fem nom/voc/acc dual
τελεστά̱ , τελεστός
fulfilled
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τελεστᾶ — τελεστής an official masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστάς — τελεστά̱ς , τελεστής an official masc acc pl τελεστά̱ς , τελεστής an official masc nom sg (epic doric aeolic) τελεστά̱ς , τελεστός fulfilled fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελέστας — Τελέστᾱς , Τελέστης masc acc pl (doric) Τελέστᾱς , Τελέστης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελέσται — Τελέστᾱͅ , Τελέστης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρίστων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (6ος αι. π.Χ.). Συμβασίλεψε με τον Αγιάδη Αναξανδρίδα. Βασίλεψε περίπου 40 χρόνια και νίκησε τους Τεγεάτες. 2. Κυρηναίος πολιτικός (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ηγέτης της δημοκρατικής μερίδας… …   Dictionary of Greek

  • Σιλανίων — Αθηναίος γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Ανήκε στην αττική σχολή της πλαστικής παρόλο που από ό,τι φαίνεται η οικογένεια του είχε έρθει στην Αθήνα από τα Μέγαρα. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πλίνιου, ήταν αυτοδίδακτος. Από τα έργα του εκείνο που χρησίμευσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”